αλυσόκλειστος

αλυσόκλειστος
-η, -ο
κλεισμένος με αλυσίδες: Η είσοδος του λιμανιού ήταν αλυσόκλειστη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλυσόκλειστος — η, ο ο κλεισμένος, ο περιφραγμένος με αλυσίδες, «αλυσόκλειστος λιμήν», λιμάνι που η είσοδός του φράζεται με αλυσίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλυση + κλειστός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”